- καθαρμοῦ
- καθαρμόςcleansingmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγνεία — Η σωφροσύνη, η αγνότητα, η απόλυτη τήρηση των ηθικών αρχών, αλλά και η αποχή από κάθε σαρκική ή τροφική απόλαυση. * * * η (Α ἁγνεία) [ἀγνεύω] καθαρότητα, αγνότητα, παρθενία μσν. αγαμία αρχ. 1. αυστηρή τήρηση τών θρησκευτικών καθηκόντων 2. στον… … Dictionary of Greek
αγνευτικός — ἁγνευτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που διατηρεί τον εαυτό του αγνό, καθαρό, σε αντίθεση με τον αφροδισιαστικό* 2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που καθαιρεί, που εξαγνίζει, ο καθαρτήριος: «ἁγνευτικαὶ ἡμέραι», ημέρες καθαρμού από τις αμαρτίες (σε πάπυρο) 3.… … Dictionary of Greek
αγνιστήριον — ἁγνιστήριον, το (Α) [ἁγνίζω] 1. αυτό με το οποίο κανείς καθαίρεται, εξαγνίζεται 2. ο τόπος καθαρμού, εξαγνισμού … Dictionary of Greek
ιερίτις — ἱερῑτις, ιδος, ἡ (Α) [ιερός] η ικέτις, αυτή που έχει ανάγκη καθαρμού … Dictionary of Greek
κασταλία — Αρχαία ονομασία πηγής του Παρνασσού. Βρίσκεται κοντά στους Δελφούς, στο σημείο όπου οι Φαιδριάδες πέτρες σχηματίζουν γωνία. Σύμφωνα με την παράδοση πήρε την ονομασία της από τη νεαρή νύμφη που ρίχτηκε στην πηγή για να αποφύγει την καταδίωξη του… … Dictionary of Greek
συκάσιος — ον, ΜΑ [σῡκον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σύκα 2. φρ. «Ζεὺς συκάσιος» προσωνυμία τού Διός ως προστάτη τού καθαρμού, γενικά, επειδή χρησιμοποιούσαν σύκα στους καθαρμούς, ή, κατ άλλους, προσωνυμία τού Διός ως προστάτη εκείνων που… … Dictionary of Greek
Αρνίς — Γιορτή των αρχαίων Ελλήνων προς τιμήν του Λίνου, γιου του Απόλλωνα από Αργεία μητέρα, που κατασπαράχτηκε από σκύλους όταν ήταν παιδί. Ο Απόλλων είχε τιμωρήσει την πόλη με λοιμό και τότε εκείνοι καθιέρωσαν την Α., γιορτή εξιλασμού και καθαρμού,… … Dictionary of Greek
κομουνισμός — Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek